Kαθένας υποψιάζεται, ρίχνοντας μια ματιά στα ράφια των σούπερ μάρκετ, ότι κάτι δεν πάει καλά στην ελληνική αγορά καφέ:
Σε όλα τα σούπερ μάρκετ εμφανίζεται εδώ και αρκετά χρόνια μια ύποπτη ομοιομορφία: παντού βλέπουμε να κυριαρχούν τα ίδια προϊόντα δύο μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών.
Παντού διαπιστώνουμε ότι οι αναλογίες των προϊόντων αυτών στα ράφια παραμένουν εδώ και χρόνια αξιοθαύμαστα σταθερές.
Και παντού βλέπουμε τις ίδιες, υψηλές τιμές σε όλα τα προϊόντα. Διαβάζουμε, μάλιστα, σε δημοσιεύματα των εφημερίδων εδώ και αρκετά χρόνια ότι οι τιμές του καφέ στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου έχουν επίσης πολύ υψηλά μερίδια αγοράς οι ίδιες, δύο πολυεθνικές, που κυριαρχούν και στην ελληνική αγορά.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πώς είναι δυνατόν, σε μια ιδιαίτερα σημαντική αγορά των τροφίμων, να έχουμε εδώ και χρόνια υψηλές τιμές, αλλά ταυτόχρονα να επικρατεί και απόλυτη επιχειρηματική «ακινησία» στον κλάδο;»
Απόσπασμα από την αποκαλυπτική ομιλία τού Γιώργου Δρίτσα στο Αντιμονοπωλιακό Συνέδριο που είχε οργανώσει το ‘ΙΣΤΑΜΕ’, τον Οκτώβρη του 2008.
Η καφετερία, ένας χώρος ευδαιμονίας και ένας χώρος μεταμοντέρνου βασανιστηρίου. Ένας προνομιακός χώρος της ανώτερης τάξης, που προβάλει προς τα κάτω τη χλιδή και τη σπατάλη, ως τρόπο ζωής. Ένας χώρος καταναλωτισμού και αποθέωσης του ‘μοντερνισμού’.
Είναι ένας χώρος συνάντησης, επαφής και κοινωνικοποίησης και ένας χώρος προσποίησης, που αποπνέει μοναξιά, μελαγχολία και αδιέξοδα. Ένας χώρος αστικής σχόλης και ένας χώρος των εξαρτημένων από τον καφέ και τη ζάχαρη. Ένα γκέτο της ελληνικής νεολαίας και ένας υπέροχος τρόπος χαλάρωσης και ψυχικής και πνευματικής αναζωογόνησης.
Ένας χώρος δημοσίων σχέσεων όσων έχουν χρήμα και ένας χώρος όσων δεν μπορούν να κάνουν το χρόνο τους χρήμα. Είναι ένας χώρος – που με τη χρήση της μουσικής – υπνωτίζει ή ερεθίζει τους πελάτες της και ένας χώρος όπου μπορεί κάποιος να γίνει κάτι, ξοδεύοντας για τον καφέ του τόσα, με τα οποία ένας φτωχός του τρίτου κόσμου θα μπορούσε να ζήσει πλουσιοπάροχα ολόκληρη την οικογένειά του. Σύμβολο ενός πλήρως εμπορευματοποιημένου τρόπου ζωής, στην πόλη και στο χωριό – μέσα σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε αποσύνθεση.
Πόση υπεροχή, νιώθει ο πελάτης της, έναντι του Ασιάτη ή Αφρικανού μικροπωλητή ‘που τον παρενοχλεί’ ή μήπως νιώθει φόβο, μίσος, οργή, ή και συμπάθεια και ενοχές για αυτόν;
Είναι χώρος υποδοχής των φοιτητών για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι που να αποδεχτούν την προσωπική ήττα της ενηλικίωσής τους,, είναι ο χώρος που περνούν τις τελευταίες λαμπρές τους ημέρες οι συνταξιούχοι του δημοσίου, ένα ‘χρυσό’ σπήλαιο αστικών φαντασιώσεων την εποχή της παγκοσμιοποίησης, και μια παράπλευρη απώλεια ‘της τουριστικής βιομηχανίας’ της χώρας μας.
Και τι θα έλεγε η αριστερά ή η δεξιά, όταν μετά την επέλαση των τραπεζικών υποκαταστημάτων του -90, βιώνουμε την επέλαση των καφετεριών της δεκαετίας του 2000 παντού, στο δρόμο, στον πεζόδρομο (οι πεζόδρομοι λες και φτιάχνονται για αυτές) , στο νοσοκομείο, στο αυτοκίνητο, στο γραφείο; Η ίδια η οικονομική κρίση μέχρι αυτήν την ώρα, τις γεμίζει με πελάτες, ενώ τα εκατομμύρια που ξοδεύουμε ως χώρα για την εισαγωγή του καφέ είναι μια από τις αιτίες της ίδιας της οικονομικής μας κατάρρευσης. Nαι, μα πίνοντας καφέ, βοηθάμε τους φτωχούς καφεπαραγωγούς της Αιθιοπίας και της Βραζιλίας να επιβιώσουν, θα αντέτεινε κάποιος. Μόνο που κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκείνοι, παρ` ότι παράγουν περισσότερους τόνους καφέ-ερημοποιώντας περαιτέρω το περιβάλλον- , εισπράττουν λιγότερα χρήματα. Γίνεται ό,τι με το λάδι. Οι πολυεθνικές και τα τελικά σημεία πώλησης αυξάνουν τα κέρδη τους, ενώ οι παραγωγοί καταρρέουν.
Οι νέοι –αλλά ακόμη και οι ηλικιωμένοι πλέον- κυκλοφορούν στο δρόμο με ένα πλαστικό ποτήρι και το πλαστικό καλαμάκι του, μαζί με το τσιγάρο στο άλλο χέρι ( ή το πλαστικό μπουκάλι με το νερό ), σαν να κρατάνε ένα μαγικό ποτό, ένα αόρατο φίλτρο ζωής (ή ευθανασίας;).
«Καλημέρα, κυρία», αναφωνεί ο μικρός μαθητής του δημοτικού μπροστά στη νεαρή δασκάλα του που κατεβαίνει από το ΙΧ της, το πρωί, για να μπει στο σχολείο με το πλαστικό ποτήρι του καφέ και με το τσιγάρο στο άλλο χέρι. Και τι θα ήθελαν να μας πουν τα (πλαστικά ή αλουμινένια ) ποτήρια –με το καλαμάκι τους ακόμα στην εγκοπή τους- τα πεταμένα στις άκρες των επαρχιακών δρόμων ή των αστικών πάρκων, στα εγκατειλημμένα οικόπεδα, στις ακτές και στα δάση, αν δεν τα προσπερνούσαμε δήθεν αδιάφοροι και βιαστικοί, όπως ένα βομβαρδισμένο τοπίο;
Τελικά αυτό μόνο φαίνεται πως μπορεί να προσφέρει στη Νεολαία η κοινωνία μας –με τη συνεχώς διευρυνόμενη ανισότητα και ανεργία: Έναν καφε πολυτελειασ. Ή μάλλον έναν καφέ και πολλά καταναλωτικά ΟΝΕΙΡΑ. Για να προσπερνάει τη Ζωή, κάπως, και να επιβιώνει.
Σε όλα τα σούπερ μάρκετ εμφανίζεται εδώ και αρκετά χρόνια μια ύποπτη ομοιομορφία: παντού βλέπουμε να κυριαρχούν τα ίδια προϊόντα δύο μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών.
Παντού διαπιστώνουμε ότι οι αναλογίες των προϊόντων αυτών στα ράφια παραμένουν εδώ και χρόνια αξιοθαύμαστα σταθερές.
Και παντού βλέπουμε τις ίδιες, υψηλές τιμές σε όλα τα προϊόντα. Διαβάζουμε, μάλιστα, σε δημοσιεύματα των εφημερίδων εδώ και αρκετά χρόνια ότι οι τιμές του καφέ στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου έχουν επίσης πολύ υψηλά μερίδια αγοράς οι ίδιες, δύο πολυεθνικές, που κυριαρχούν και στην ελληνική αγορά.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πώς είναι δυνατόν, σε μια ιδιαίτερα σημαντική αγορά των τροφίμων, να έχουμε εδώ και χρόνια υψηλές τιμές, αλλά ταυτόχρονα να επικρατεί και απόλυτη επιχειρηματική «ακινησία» στον κλάδο;»
Απόσπασμα από την αποκαλυπτική ομιλία τού Γιώργου Δρίτσα στο Αντιμονοπωλιακό Συνέδριο που είχε οργανώσει το ‘ΙΣΤΑΜΕ’, τον Οκτώβρη του 2008.
Η καφετερία, ένας χώρος ευδαιμονίας και ένας χώρος μεταμοντέρνου βασανιστηρίου. Ένας προνομιακός χώρος της ανώτερης τάξης, που προβάλει προς τα κάτω τη χλιδή και τη σπατάλη, ως τρόπο ζωής. Ένας χώρος καταναλωτισμού και αποθέωσης του ‘μοντερνισμού’.
Είναι ένας χώρος συνάντησης, επαφής και κοινωνικοποίησης και ένας χώρος προσποίησης, που αποπνέει μοναξιά, μελαγχολία και αδιέξοδα. Ένας χώρος αστικής σχόλης και ένας χώρος των εξαρτημένων από τον καφέ και τη ζάχαρη. Ένα γκέτο της ελληνικής νεολαίας και ένας υπέροχος τρόπος χαλάρωσης και ψυχικής και πνευματικής αναζωογόνησης.
Ένας χώρος δημοσίων σχέσεων όσων έχουν χρήμα και ένας χώρος όσων δεν μπορούν να κάνουν το χρόνο τους χρήμα. Είναι ένας χώρος – που με τη χρήση της μουσικής – υπνωτίζει ή ερεθίζει τους πελάτες της και ένας χώρος όπου μπορεί κάποιος να γίνει κάτι, ξοδεύοντας για τον καφέ του τόσα, με τα οποία ένας φτωχός του τρίτου κόσμου θα μπορούσε να ζήσει πλουσιοπάροχα ολόκληρη την οικογένειά του. Σύμβολο ενός πλήρως εμπορευματοποιημένου τρόπου ζωής, στην πόλη και στο χωριό – μέσα σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε αποσύνθεση.
Πόση υπεροχή, νιώθει ο πελάτης της, έναντι του Ασιάτη ή Αφρικανού μικροπωλητή ‘που τον παρενοχλεί’ ή μήπως νιώθει φόβο, μίσος, οργή, ή και συμπάθεια και ενοχές για αυτόν;
Είναι χώρος υποδοχής των φοιτητών για ένα μεγάλο διάστημα, μέχρι που να αποδεχτούν την προσωπική ήττα της ενηλικίωσής τους,, είναι ο χώρος που περνούν τις τελευταίες λαμπρές τους ημέρες οι συνταξιούχοι του δημοσίου, ένα ‘χρυσό’ σπήλαιο αστικών φαντασιώσεων την εποχή της παγκοσμιοποίησης, και μια παράπλευρη απώλεια ‘της τουριστικής βιομηχανίας’ της χώρας μας.
Και τι θα έλεγε η αριστερά ή η δεξιά, όταν μετά την επέλαση των τραπεζικών υποκαταστημάτων του -90, βιώνουμε την επέλαση των καφετεριών της δεκαετίας του 2000 παντού, στο δρόμο, στον πεζόδρομο (οι πεζόδρομοι λες και φτιάχνονται για αυτές) , στο νοσοκομείο, στο αυτοκίνητο, στο γραφείο; Η ίδια η οικονομική κρίση μέχρι αυτήν την ώρα, τις γεμίζει με πελάτες, ενώ τα εκατομμύρια που ξοδεύουμε ως χώρα για την εισαγωγή του καφέ είναι μια από τις αιτίες της ίδιας της οικονομικής μας κατάρρευσης. Nαι, μα πίνοντας καφέ, βοηθάμε τους φτωχούς καφεπαραγωγούς της Αιθιοπίας και της Βραζιλίας να επιβιώσουν, θα αντέτεινε κάποιος. Μόνο που κατά τις τελευταίες δεκαετίες εκείνοι, παρ` ότι παράγουν περισσότερους τόνους καφέ-ερημοποιώντας περαιτέρω το περιβάλλον- , εισπράττουν λιγότερα χρήματα. Γίνεται ό,τι με το λάδι. Οι πολυεθνικές και τα τελικά σημεία πώλησης αυξάνουν τα κέρδη τους, ενώ οι παραγωγοί καταρρέουν.
Οι νέοι –αλλά ακόμη και οι ηλικιωμένοι πλέον- κυκλοφορούν στο δρόμο με ένα πλαστικό ποτήρι και το πλαστικό καλαμάκι του, μαζί με το τσιγάρο στο άλλο χέρι ( ή το πλαστικό μπουκάλι με το νερό ), σαν να κρατάνε ένα μαγικό ποτό, ένα αόρατο φίλτρο ζωής (ή ευθανασίας;).
«Καλημέρα, κυρία», αναφωνεί ο μικρός μαθητής του δημοτικού μπροστά στη νεαρή δασκάλα του που κατεβαίνει από το ΙΧ της, το πρωί, για να μπει στο σχολείο με το πλαστικό ποτήρι του καφέ και με το τσιγάρο στο άλλο χέρι. Και τι θα ήθελαν να μας πουν τα (πλαστικά ή αλουμινένια ) ποτήρια –με το καλαμάκι τους ακόμα στην εγκοπή τους- τα πεταμένα στις άκρες των επαρχιακών δρόμων ή των αστικών πάρκων, στα εγκατειλημμένα οικόπεδα, στις ακτές και στα δάση, αν δεν τα προσπερνούσαμε δήθεν αδιάφοροι και βιαστικοί, όπως ένα βομβαρδισμένο τοπίο;
Τελικά αυτό μόνο φαίνεται πως μπορεί να προσφέρει στη Νεολαία η κοινωνία μας –με τη συνεχώς διευρυνόμενη ανισότητα και ανεργία: Έναν καφε πολυτελειασ. Ή μάλλον έναν καφέ και πολλά καταναλωτικά ΟΝΕΙΡΑ. Για να προσπερνάει τη Ζωή, κάπως, και να επιβιώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου